- αστέγνωτος
- -η, -ο (Α ἀστέγνωτος, -ον)νεοελλ.αυτός που δεν έχει στεγνώσει, ο υγρόςαρχ.ο ασκέπαστος («ἀστέγνωτον ἀγγεῑον»).[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. αστέγνωτος < αστερ. + στεγνώνωαρχ.αστέγνωτος < α- στερ. + στεγνώ (-όω) «καλύπτω, κλείνω ερμητικά»].
Dictionary of Greek. 2013.